βραδυτόκος

βραδυτόκος
βραδυτόκος, -ον (Α)
αυτός που γεννά αργά, σε προχωρημένη ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -τοκος < τίκτω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βραδυτοκώτερον — βραδυτόκος slow in bringing to birth masc acc comp sg βραδυτόκος slow in bringing to birth neut nom/voc/acc comp sg βραδυτόκος slow in bringing to birth adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτόκα — βραδυτόκος slow in bringing to birth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή …   Dictionary of Greek

  • βραδυτοκώ — βραδυτοκῶ ( έω) (Α) [βραδυτόκος] γεννώ σε προχωρημένη ηλικία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”